Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(δέρμα βοός

См. также в других словарях:

  • μόργος — μόργος, ὁ (Α) 1. δικτυωτό περίφραγμα πάνω από άμαξα για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῑον ἐκ δέρματος βοός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις κατά τις οποίες ο τ. μόργος μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • ωμοβόειος — εία, ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, έη, ον, και ὠμοβόϊνος, ΐνη, ον, και ὠμοβόϊος, ΐα, ον, Α 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», Ηρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμοβοέη (ενν. δορά) ακατέργαστο δέρμα βοδιού 3. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • EQUUS — I. EQUUS cum robore, rum celeritate, commendatur, unde adeo multiplex eius in vita usus. Celeritatis inprimis magnum argumentum est, quod intra 24. horas, secundum Arabes, iter expediunt centenorum millium, ut est apud Ludov. Romanum Navigat. l.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βοάγριον — βοάγριον, το (Α) ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική] …   Dictionary of Greek

  • βοεύς — βοεύς, ο (Α) σκοινί από δέρμα βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) (πρβλ. οχεύς)] …   Dictionary of Greek

  • μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… …   Dictionary of Greek

  • νεόδαρτος — νεόδαρτος, ον (Α) (για βόδια ή για δέρματα) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, νεογδαρμένος («ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δαρτος (< δέρω (για ζώα) «γδέρνω»), πρβλ. ανεμό δαρτος] …   Dictionary of Greek

  • ταναίμυκος — ον, Α (για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («δέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί μυκος < ταναός* «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι , παλαι (πρβλ. ταλαί πωρος*) + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά μυκος] …   Dictionary of Greek

  • υποτέμνω — και ιων. τ. ὑποτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.) 2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.) 3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»