-
1 δέρμα
δέρμα, τό, das Fell, die Haut; von δέρω; eigentlich nur die abgezogene Haut. Homerische Formen: δέρμα öfters, nominat. Iliad. 6, 117, accusat. Iliad. 10, 23; δέρματι einmal, Iliad. 9, 548; δέρμασιν einmal, Odyss. 2, 291; accusat. plural. δέρματα zweimal, Odyss. 4, 436. 14, 519. Bei Homer ist δέρ-μα überall die von ihrem Fleische getrennte Haut. Meist von Thieren bei Homer, das abgezogene Fell: δέρμα λέοντος Iliad. 10, 23, συὸς δέρματι Iliad. 9, 548, δέρμα ἀγρίου αἰγός Odyss. 14, 50, δέρμα ἐλάφοιο Odyss. 13, 436, φωκάων δέρματα Odyss 4, 436, ὀίων τε καὶ αἰγῶν δέρματα Odyss. 14, 519, δέρμα βοός Odyss. 22, 362, δέρμα βόειον Odyss. 14, 24; das verarbeitete Fell: Leder des Schildes, Iliad. 6, 117 ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, ἄντυξ ή πυμάτη ϑέεν ἀσπίδος όμφαλοέσσης; Odyss. 2, 291 ἄλφιτα δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν, Schläuche. Vom Menschen: Odyss. 13, 431 verwandelt Athene den Odysseus, κάρψεν μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, ξανϑὰς δ' ἐκ κεφαλῆς ὄλεσε τρίχας, ἀμφὶ δὲ δέρμα πάντεσσιν μελέεσσι παλαιοῠ ϑῆκε γέροντος: auch hier ist δέρμα die abgezogene Haut; man beachte den Gegensatz zwischen χρόα und δέρμα; χρόα ist Odysseus eigene Haut, lebendig am lebendigen Leibe; sie dorrt weg; das δέρμα ist eine fremde, von ihrem Fleische gelös'te Haut, welche dem Odysseus um die Glieder gethan wird; ob der Dichter etwa sich vorgestellt, daß Athene irgend einen alten Mann geschunden, um für Odysseus eine solche Haut zu bekommen, wäre eine müssige Frage; an sie hat der Dichter ohne Zweifel gar nicht gedacht. Iliad. 16, 341 ὁ δ' ὑπ' οὔατος αὐχένα ϑεῖνεν Πηνέλεως, πᾶν δ' εἴσω ἔδυ ξίφος, ἔσχεϑε δ' οἶον δέρμα, παρηέρϑη δὲ κάρη, ὑπέλυντο δὲ γυῖα; auch hier ist δέρμα die von ihrem Fleische durch den Hieb losgetrennte Haut, welche nur an zwei Enden noch mit Rumpf und Kopf zusammenhängt; der Kopf hängt an ihr neben dem Rumpfe herab. – Folgende: Pind. P. 4, 161 δέρμα κριοῠ βαϑύμαλλον, das goldene Vließ; Herodot. 2, 91 δέρματα, abgezogene Felle von Thieren; 4, 64 abgezogene Menschenhäute; Aristoph. Pac. 746 ὦ κακόδαιμον, τί τὸ δέρμ' ἔπαϑες, von einem Sclaven, der Schläge bekommen hat; hier also die lebendige Hautam Leibe; Demosth. 49, 55 ἠρόμην αὐτὸν πρὸς τῷ διαιτητῇ εἰ ἔτι δοῠλος εἴη ὁ Αἰσχρίων αὐτοῠ, καὶ ἠξίουν αὐτὸν ἐν τῷ αὑτοῠ δέρματι τὸν ἔλεγχον διδόναι. Die Schaale der Schildkröte, Aristoph. Vesp. 1292 ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῠ δέρματος, καὶ τρισμακάριαι τοῠ 'πὶ ταῖς πλευραῖς τέγους ; Lucian. Vit. auct. 9 οὐ γὰρ χελώνης η καράβου τὸ δέρμα περιβέβλημαι. Die Hautvon Früchten, Theophr. u. Sp.
-
2 δερμα
- ατος τό2) шкура, мех, руно(λέοντος Hom.; βοός Hom., Hes.; κριοῦ Pind.; δέρματα λύκων Arst., θηρίων Plut.)
περὴ τῷ δέρματι δεδοικέναι Arph. ирон. — дрожать за свою шкуру3) кожаный мех(ἄλφιτα ἐν δέρμασιν Hom.)
4) кожистый покров, кожица, оболочка, пленка(τῶν ἐντόμων, τῶν ὀφθαλμῶν Arst.)
5) скорлупа(χελώνης Arph., Luc.; ὀστρακῶδες Arst.)
-
3 αμφιτανυω
-
4 υποτεμνω
ион. ὑποτάμνω1) тж. med. подрезывать, перерезывать, подрубать(γλῶσσαν, πυθμέν΄ ἐλαίης Hom. - in tmesi; ὑ. τὰς ἀγκύρας τῆς νεώς Plut.)
ὑποτεμεῖν τῶν πυλῶν τοὺς στρόφιγγας Plut. — взломать крюки (городских) ворот;ὑποτμηθεὴς τέν ἰγνύην Luc. — с перерезанными поджилками;τὰς ῥίζας ὑποτετμημένος Luc. — с подрубленными корнями;ὑποτέμνεσθαι τὸν εἰς Σάμον πλοῦν Xen. — перерезать морской путь на Самос;ὑποταμέσθαι τινὴ τὸ ἀπὸ τῶν νεῶν Her. — отрезать кому-л. путь к кораблям2) перехватывать, отводить к себе(πηγάς τινος Plat.)
3) преимущ. med. пресекать, прекращать, подавлять(τὰς πάντων ὁρμάς Polyb.; τέν εὐφροσύνην Luc.; τὰς ἐλπίδας τινός Xen.)
ὑποτέμνεσθαι τὰς ὁδούς τινος Arph. — пресекать чьи-л. поползновения4) ( о кожевнике) мошеннически срезать(δέρμα βοός Arph.)
-
5 ἀμφι-έννυμι
ἀμφι-έννυμι, ἀμφιεννύουσι u. ähnl. Plut.; fut. ἀμφιἐσω, ἀμφιῶ, vgl. προςαμφ.; aor. ἠμφίεσα Xen. Cyr. 1, 3, 17; perf. pass. ἠμφίεσμαι; häufig fut. med.; anziehen, Kleider u. dgl., act einem Anderen, med. sich selbst; Hom. Od. 5, 167 εἵματά τ' άμφιέσω, 13, 399 ἀμφὶ δὲ λαῖφος ἕσσω; 18, 861 εἵματα δ' ἀμφιέσαιμι, 5, 264 εἵματά τ' ἀμφιέσασα, 4, 253 ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσα; 14, 320 ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν, 13, 436 ἀμφὶ δέ μιν μέγα δέρμα ταχείης ἕσσ' ἐλάφοιο, 15, 369 αὐτὰρ ἐμὲ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ' ἐκείνη καλὰ μάλ' ἀμφιέσασα; 23, 131 ἀμφιέσασϑε χιτῶνας, 142 αμφιέσαντο χιτῶνας, Iliad. 14, 178 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιον ἑανὸν ἕσατο, 20, 150 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἄρρηκτον νεφέλην ὤμοισιν ἕσαντο, Od. 6, 228 ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσατο, Iliad. 10, 23 ἀμφὶ δ' ἔπειτα δαφοινὸν ἑέσσατο δέρμα λέοντος, Od, 14, 529 ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἑέσσατ' ἀλεξάνεμον, Iliad. 10, 177 ἀμφ' ὤμοισιν ἑέσσατο δέρμα λέοντος; Od-22, 362 ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον; – χιτῶνα ἐκεῖνον ἠμφίεσε Xen. a. a. O. u. Plat. Conv. 219 b; Ar. Plut. 936; Plat. Prot. 321 a αὐτὰ ϑριξὶ καὶ δέρμασιν ἀμφιεννύς; perf. pass. ἠμφίεσαι Xen. Mem. 1, 6, 2; ἀρετὴν ἀντὶ ἱματίων ἀμφιέσονται Plat. Rep. V, 457 a; Xen. Cyr. 4, 3, 20; ἀμφιέσαντο κόνιν γυίοις Aesch. 1 (VII, 255); ἠμφιεσμένος absolut, angekleidet, neben ὑποδεδεμένος, beschuht, Plat. Rep. II, 372 a; ἐν μαλακοῖς Ev. Matth. 11, 8.
-
6 ἐκ-τανύω
ἐκ-τανύω (s. τανύω), = ἐκτείνω, ausspannen, ausbreiten; δέρμα Pind. P. 4, 242; ἐκ δ' ἐτάνυσσα ἱμάντα βοός Od. 23, 201; hinstrecken, vom Winde, den Baum, Il. 17, 58, vgl. 11, 834; χέρας Lucill. (XI, 105); pass., der Länge nach hingestreckt werden, hinstürzen, Il. 7, 271 u. sp. D.; ὕπτιος ἐν φύλλοισιν ἐξετανύσϑη Theocr. 22, 106; ἐξετάνυσσα βραχίονας 25, 270. In Prosa nur Hippocr.
-
7 εκτανυω
1) растягивать(ἱμάντα βοός Hom. - in tmesi; δέρμα Pind.)
2) вытягивать(βραχίονάς τινι Theocr. и τὰς χέρας Anth.; ἐξετανύσθη ἄμπελος ἔνθα καὴ ἔνθα HH.)
3) валить(δένδρον ἐπὴ γαίῃ Hom.)
ὕπτιος ἐξετανύσθη Hom. — он повалился навзничь4) разглаживать(παρειάων ῥυτίδας Anth.)
-
8 λεπτος
3[λέπω]1) освобожденный от шелухи, очищенный, обмолоченный(κρῖ Hom.)
2) тонкий, мелкий(κονίη Hom.; τέφρα Arph.)
3) тонкий(μήρινθος, ῥὴς βοός Hom.; δέρμα Arst.)
; сделанный из тонкой ткани(ὀθόναι, φᾶρος Hom.)
; состоящий из тонкого вещества(ἀήρ Arst.)
4) тонкий, худой, худощавый(λ. κἀσθενής Arph.; ὄνος Arst.)
; исхудалый(χείρ Hes.; τράχηλος Xen.; ὑπὸ μεριμνῶν Plat.)
5) тесный, узкий(εἰσίθμη Hom.; πορθμός Plut.)
6) мелкий, небольшой(πλοῖα Her.)
τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plut. — самая мелкая медная монета7) легкий, слабый(κώνωπος ῥιπαί Aesch.; πνοαί Eur.)
8) чуть заметный(ἴχνη Xen.)
9) легкий, некрепкий(οἶνος Luc.)
10) жидкий, водянистый(χυμός Arst.; αἷμα Plut.)
11) слабый, шаткий(ἐλπίς Arph.)
12) тихий, нежный или тонкий, высокий(φωνή Arst.)
13) бедный, неимущий, обездоленный(διαδιδόναι τι τοῖς λεπτοῖς Polyb.)
14) утонченный, остроумный(λογιστής Arph.; νοῦς Eur.). - см. тж. λεπτόν
-
9 βόειος
A (Apulian vase) is dub.): ([etym.] βοῦς):— of an ox or oxen, esp. of ox-hide,δέρμα βόειον Od.14.24
;βοέοισιν ἱμᾶσιν Il.23.324
;βοείας ἀσπίδας 5.452
;βόεα κρέα Hdt.2.37
, 168;τὰ β. κρέα Pl.R. 338c
;γάλα β. E.Cyc. 218
, Arist.HA 521b33, Dsc.4.83, Porph.Abst.4.17; ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν, of Dionysus, Plu.2.364f: metaph., β. ῥήματα bull-words, Ar.Ra. 924.II [full] βοείη or [full] βοέη (sc. δορή), ἡ, ox-hide,ἀδέψητον βοέην Od.20.2
, 142;βοὸς μεγάλοιο βοείην Il.17.389
; ox-hide shield, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι ib. 492; βοῶν τ' εὖ ποιητάων ([var] contr. for βοέων) 16.636. -
10 λεπτός
2 fine, small,κονίη 23.506
; ; ;λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5
: freq. in Hp.,διατρήσεις λ. Loc.Hom.10
, al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like ,ὀθόναι Il.18.595
; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544;ἀράχνια 8.280
;μήρινθος Il.23.854
; -ότατος χαλκός 20.275
;ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286
(Delos, ii B.C.);ῥινὸς βοός Il.20.276
([comp] Sup.); ([comp] Sup.); ([comp] Comp.); ;χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25
, cf. E.Med. 949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 ([comp] Comp.);ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec. 539
;σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4
;λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5
, cf. Ceb.10;λ. χείρ Hes.Op. 497
; (anap.);τράχηλος X.Cyn.5.30
;λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2
;λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat. 134b
; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς), δάκτυλος Pl.R. 523d
; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.5 of space, strait, narrow,εἰσίθμη Od.6.264
;ἀταρπός Alcm.81
; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6;οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν.. ὁδόν Plu.2.964c
(ap.Porph.Abst.1.6).6 generally, small, weak, impotent,λεπτὴ μῆτις Il.10.226
, 23.590; , cf.ὀχέω 11.3
;ἀσφάλεια D.Ep.2.20
; λ. ἴχνη faint traces, X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107;λ. κλιμάκια Ar. Pax69
;τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29
;λ. χαλκός OGI485.12
(Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg. 374 D7;ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5
([place name] Mylasa), cf. TAM2(1).15 ([place name] Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon. 682: neut. pl. as Adv.,λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or. 224
.7 light, slight,λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος.. ῥιπαῖσι A. Ag. 892
; λ. πνοαί light breezes, E.IA 813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr. 555.8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys. 1206;λ. κύλικες Pherecr.143.5
(but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.9 of liquids, thin,γάλα Hp.Vict.2.46
;λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac. 310
; λ. οἶνος light wine, Luc.Merc.Cond.18; also of food,λ. δίαιται Hp.Aph.1.4
;λ. ὀψάρια OGI484.16
(Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.10 = λεπτομερής, consisting of fine parts,ὅσῳ -ότερον ἀὴρ ὕδατος Arist.Ph. 215b4
, cf. Cael. 303b26, al.II metaph., subtle, refined, ; - ότεροι μῦθοι ib. 1082 (anap.); -ότατοι λῆροι Ar.Nu. 359
;πυκνῇ.. λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach. 445
;λ. λογιστά Id.Av. 318
;λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2
;ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.
Aër.24;λόγοι λ... τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8
; cf. λεπτολόγος. Adv. -τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135
;λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5
: [comp] Comp. - οτέρως Anaxandr.36: also in detail,PPetr.
2p.118 (iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA 545a7, Lyc.687;ἁρμονία E.Fr.773.23
(lyr.): neut. as Adv.,λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av. 235
(lyr.); of sound,λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5
(Agath.); cf. λεπταλέος.3 of smell, Pl.Ti. 66e ([comp] Comp.).4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.;λεπτὰ ξαίνεις Suid.
3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς. -
11 λευρός
A smooth, level, even,λευρῷ ἐνὶ χώρῳ Od.7.123
, Orac. ap. Hdt.1.67; Σικελίας λευροὺς γύας A.l.c.; λ. οἶμος αἰθέρος ib. 396;ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ E.Hec. 700
(lyr.); πέδον, πέτρα, Id.Ph. 836, Ba. 982 (lyr.);ὁδοί Call.Aet.Oxy.2080.67
.III λευρᾶς σωφροσύνης· τελείας, καὶ ταπεινῆς, κοίλης, ὁμαλῆς, μὴ τραχείας, Hsch. -
12 ἐκτανύω
ἐκτᾰνύω,=Aἐκτείνω, βραχίονας Theoc.25.270
:—Hom. has this form only, in the sense to stretch out (on the ground), lay low,ἐξετάνυσσ' ἐπὶ γαίῃ Il.17.58
:—[voice] Pass., lie outstretched,ὁ δ' ὕπτιος ἐξετανύσθη 7.271
; ἐξετανύσθη ἄμπελος it spread out all ways, h.Bacch.38.3 extend,ἐξετάνυσσας ὁδόν Epigr.Gr.1078.4
([place name] Cilicia).— For S.OC 1562, v. ἐξανύω.—Poet. word, used by Hp.Fract.43. [ῠ usu., but [pron. full] ῡ Anacreont.35.5 (s.v.l.).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτανύω
См. также в других словарях:
μόργος — μόργος, ὁ (Α) 1. δικτυωτό περίφραγμα πάνω από άμαξα για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῑον ἐκ δέρματος βοός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις κατά τις οποίες ο τ. μόργος μπορεί… … Dictionary of Greek
λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… … Dictionary of Greek
ωμοβόειος — εία, ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, έη, ον, και ὠμοβόϊνος, ΐνη, ον, και ὠμοβόϊος, ΐα, ον, Α 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», Ηρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμοβοέη (ενν. δορά) ακατέργαστο δέρμα βοδιού 3. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
EQUUS — I. EQUUS cum robore, rum celeritate, commendatur, unde adeo multiplex eius in vita usus. Celeritatis inprimis magnum argumentum est, quod intra 24. horas, secundum Arabes, iter expediunt centenorum millium, ut est apud Ludov. Romanum Navigat. l.… … Hofmann J. Lexicon universale
βοάγριον — βοάγριον, το (Α) ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική] … Dictionary of Greek
βοεύς — βοεύς, ο (Α) σκοινί από δέρμα βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) (πρβλ. οχεύς)] … Dictionary of Greek
μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… … Dictionary of Greek
νεόδαρτος — νεόδαρτος, ον (Α) (για βόδια ή για δέρματα) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, νεογδαρμένος («ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δαρτος (< δέρω (για ζώα) «γδέρνω»), πρβλ. ανεμό δαρτος] … Dictionary of Greek
ταναίμυκος — ον, Α (για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («δέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί μυκος < ταναός* «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι , παλαι (πρβλ. ταλαί πωρος*) + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά μυκος] … Dictionary of Greek
υποτέμνω — και ιων. τ. ὑποτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.) 2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.) 3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς» … Dictionary of Greek